δονητής

δονητής
ο
γενικός χαρακτηρισμός διατάξεων που παράγουν και διατηρούν δονήσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δονητής — ο ηλεκτρομαγνητική συσκευή που προκαλεί δονήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κραδαντήρας — ο [κραδαίνω] μηχάνημα που παράγει κραδασμούς με ηλεκτρικό ρεύμα και χρησιμοποιείται σε νευρικά νοσήματα, δονητής …   Dictionary of Greek

  • πολυδονητής — ο, Ν (ηλεκτρον.) γεννήτρια τετραγωνικών ηλεκτρικών παλμών που αποτελείται από δύο ηλεκτρονικές λυχνίες συνδεδεμένες έτσι ώστε η έξοδος τής μιας να εφαρμόζεται στην είσοδο τής άλλης και χρησιμοποιείται ως γεννήτρια ταλαντώσεων, ως τμήμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”